- τροιζήνιος
- -α, -ο / τροιζήνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τροζηνίς και τροιζηνίς, -ίδος, Α [Τροιζήνα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροιζήνα, πόλη τής Αργολίδας2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την παραπάνω πόλη3. το αρσ. ως ουσ. ο Τροιζήνιοςο κάτοικος τής Τροιζήνας ή αυτός που κατάγεται από την Τροιζήνα.
Dictionary of Greek. 2013.