τροιζήνιος

τροιζήνιος
-α, -ο / τροιζήνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τροζηνίς και τροιζηνίς, -ίδος, Α [Τροιζήνα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροιζήνα, πόλη τής Αργολίδας
2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την παραπάνω πόλη
3. το αρσ. ως ουσ. ο Τροιζήνιος
ο κάτοικος τής Τροιζήνας ή αυτός που κατάγεται από την Τροιζήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τροιζήνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίων — Τροιζήνιος fem gen pl Τροιζήνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζήνιον — Τροιζήνιος masc acc sg Τροιζήνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίδα — Τροιζήνιος fem acc sg Τροιζηνίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίη — Τροιζήνιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίην — Τροιζήνιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίοις — Τροιζήνιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίοισι — Τροιζήνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίου — Τροιζήνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροιζηνίους — Τροιζήνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”